Ζίγκφριντ

Ζίγκφριντ
(Siegfried, Ζίγκουρντ στην Έδα). Ήρωας της γερμανικής μυθολογίας, στον οποίο απέδιδαν σωρεία κατορθωμάτων. Μεταξύ αυτών ήταν ο φόνος ενός δράκοντα, στο αίμα του οποίου λούστηκε ο Ζ. και έγινε άτρωτος σε ολόκληρο το σώμα, εκτός από ένα σημείο της πλάτης που δεν βράχηκε από το αίμα του δράκοντα, γιατί τυχαία έπεσε ένα φύλλο και το κάλυψε. Στο σημείο αυτό ακριβώς χτυπήθηκε κάποτε ο ήρωας και πέθανε. Αιτία του θανάτου του ήταν η Βρουνχίλδη, μια Βαλκυρία τιμωρημένη από τον θεό Οντίν, την οποία απελευθέρωσε ο Ζ. και εκείνη τον ερωτεύτηκε. Ο Ζ. δεν ανταποκρίθηκε στον έρωτά της, αλλά παντρεύτηκε την Κριμχίλδη (Γκούντρουν στην Έδα) και η Βρουνχίλδη για εκδίκηση τον σκότωσε. Ο θρύλος διασώθηκε σε δύο παραλλαγές, τη νορμανδική που έχει πιο πρωτότυπα χαρακτηριστικά και τη γερμανική. Ο Ζ. είναι η γνωστότερη μορφή του γερμανικού λαϊκού έπους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Βάγκνερ, Ζίγκφριντ — (Siegfried Wagner, 1865 1930). Γερμανός μουσικός. Γιος του Ρίχαρντ Βάγκνερ, χρημάτισε διευθυντής ορχήστρας και διετέλεσε γενικός διευθυντής του βαγκνερικού θεάτρου στο Μπαϊρόιτ …   Dictionary of Greek

  • Πασάργκε, Ζίγκφριντ — (Passarge, Siegfried, 1867 – 1958). Γερμανός γεωγράφος και περιηγητής. Διετέλεσε καθηγητής ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων στο Βρότσλαβ και στο Αμβούργο. Εξερεύνησε περιοχές της Ισημερινής, της Νότιας και της Βόρειας Αφρικής, καθώς επίσης και… …   Dictionary of Greek

  • Σίγκφριντ ή Ζίγκφριντ — (Σίνγκουρντ στην Έδδα). Ήρωας της γερμανικής μυθολογίας στον οποίο αποδίνονταν πολλά κατορθώματα. Μεταξύ αυτών είναι ο φόνος ενός δράκοντα, στο αίμα του οποίου λούστηκε ο Σ. και έγινε άτρωτος σ’ ολόκληρο το σώμα, εκτός από ένα σημείο της πλάτης… …   Dictionary of Greek

  • Νιμπελούνγκεν — (Nibelungen). Ονομασία φυλής νάνων της βόρειας Ευρώπης, που δόθηκε έπειτα στους πολεμιστές του Ζίγκφριντ, όταν αυτός κατέκτησε το θησαυρό τους, και μετά τον θάνατό του στο γένος του Βορμς (Βουργουνδούς), τα κατορθώματα των οποίων περιγράφει το… …   Dictionary of Greek

  • Γενοβέφα της Βραβάντης — (Geneviève de Brabant). Μυθολογική ηρωίδα λαϊκού θρύλου του Μεσαίωνα, ο οποίος διαδόθηκε σχεδόν σε ολόκληρη την Ευρώπη. Πρώτη αφήγησή του υπάρχει στο έργο του Ι. Βαράτσε Χρυσός θρύλος (13ος αι.), τον οποίο αργότερα διαμόρφωσε ο καλόγερος Μαθίας… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ζιροντού, Ζαν — (Jean Giraudoux, Μπελάκ, Oτ Βιεν 1882 – Παρίσι 1944). Γάλλος λογοτέχνης και θεατρικός συγγραφέας. Μετά την αποφοίτησή του από το γυμνάσιο και την εγγραφή του στο École Normal Supérieure, πραγματοποίησε πολλά ταξίδια στην Ευρώπη και στην Αμερική,… …   Dictionary of Greek

  • Κρίμχιλντ — I (Kriemhild). Πρόσωπο της γερμανικής μυθολογίας. Αρχικά αποτελούσε προσωποποίηση των δυνάμεων του σκότους και του θανάτου. Στις σκανδιναβικές χώρες το όνομα Κ. εξακολουθεί να έχει μυθικό χαρακτήρα και να αποδίδεται σε υπερφυσικά όντα. Όμως, στο… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • Βάγκνερ, Ρίχαρντ — (Richard Wagner, Λειψία 1813 – Βενετία 1883). Γερμανός συνθέτης. Νιώθοντας ιδιαίτερη έλξη για τις ανθρωπιστικές μελέτες που ήταν σε άνθηση στη Δρέσδη και στη Λειψία, ο Β. δεν αποκάλυψε πρόωρα μουσικά ενδιαφέροντα. Το 1831, φοιτητής με ξεχωριστή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”