Βάγκνερ, Ζίγκφριντ — (Siegfried Wagner, 1865 1930). Γερμανός μουσικός. Γιος του Ρίχαρντ Βάγκνερ, χρημάτισε διευθυντής ορχήστρας και διετέλεσε γενικός διευθυντής του βαγκνερικού θεάτρου στο Μπαϊρόιτ … Dictionary of Greek
Πασάργκε, Ζίγκφριντ — (Passarge, Siegfried, 1867 – 1958). Γερμανός γεωγράφος και περιηγητής. Διετέλεσε καθηγητής ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων στο Βρότσλαβ και στο Αμβούργο. Εξερεύνησε περιοχές της Ισημερινής, της Νότιας και της Βόρειας Αφρικής, καθώς επίσης και… … Dictionary of Greek
Σίγκφριντ ή Ζίγκφριντ — (Σίνγκουρντ στην Έδδα). Ήρωας της γερμανικής μυθολογίας στον οποίο αποδίνονταν πολλά κατορθώματα. Μεταξύ αυτών είναι ο φόνος ενός δράκοντα, στο αίμα του οποίου λούστηκε ο Σ. και έγινε άτρωτος σ’ ολόκληρο το σώμα, εκτός από ένα σημείο της πλάτης… … Dictionary of Greek
Νιμπελούνγκεν — (Nibelungen). Ονομασία φυλής νάνων της βόρειας Ευρώπης, που δόθηκε έπειτα στους πολεμιστές του Ζίγκφριντ, όταν αυτός κατέκτησε το θησαυρό τους, και μετά τον θάνατό του στο γένος του Βορμς (Βουργουνδούς), τα κατορθώματα των οποίων περιγράφει το… … Dictionary of Greek
Γενοβέφα της Βραβάντης — (Geneviève de Brabant). Μυθολογική ηρωίδα λαϊκού θρύλου του Μεσαίωνα, ο οποίος διαδόθηκε σχεδόν σε ολόκληρη την Ευρώπη. Πρώτη αφήγησή του υπάρχει στο έργο του Ι. Βαράτσε Χρυσός θρύλος (13ος αι.), τον οποίο αργότερα διαμόρφωσε ο καλόγερος Μαθίας… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ζιροντού, Ζαν — (Jean Giraudoux, Μπελάκ, Oτ Βιεν 1882 – Παρίσι 1944). Γάλλος λογοτέχνης και θεατρικός συγγραφέας. Μετά την αποφοίτησή του από το γυμνάσιο και την εγγραφή του στο École Normal Supérieure, πραγματοποίησε πολλά ταξίδια στην Ευρώπη και στην Αμερική,… … Dictionary of Greek
Κρίμχιλντ — I (Kriemhild). Πρόσωπο της γερμανικής μυθολογίας. Αρχικά αποτελούσε προσωποποίηση των δυνάμεων του σκότους και του θανάτου. Στις σκανδιναβικές χώρες το όνομα Κ. εξακολουθεί να έχει μυθικό χαρακτήρα και να αποδίδεται σε υπερφυσικά όντα. Όμως, στο… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
Βάγκνερ, Ρίχαρντ — (Richard Wagner, Λειψία 1813 – Βενετία 1883). Γερμανός συνθέτης. Νιώθοντας ιδιαίτερη έλξη για τις ανθρωπιστικές μελέτες που ήταν σε άνθηση στη Δρέσδη και στη Λειψία, ο Β. δεν αποκάλυψε πρόωρα μουσικά ενδιαφέροντα. Το 1831, φοιτητής με ξεχωριστή… … Dictionary of Greek